- σμοιός
- -ά, -όν και σμοῑος, -οία, -ον και σμυός, -ά, -όν και μοῑος, -οία, -ον, Α1. σκυθρωπός2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμοιός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμοῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμοιῷ — σμοιός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίος — μοῑος και μοιός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμοῖος* με σίγηση τού σ(πρβλ. σμικρός: μικρός)] … Dictionary of Greek
σμυός — ά, όν Α βλ. σμοιός … Dictionary of Greek